κατάμαυρος
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ κατάμαυρος, -η, -ον)
ολόμαυρος, εντελώς μαύρος («κατάμαυρος σαν πίσσα»).
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
-η, -ο (Μ κατάμαυρος, -η, -ον)
ολόμαυρος, εντελώς μαύρος («κατάμαυρος σαν πίσσα»).