καπνιστικός
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
German (Pape)
[Seite 1323] zum Räuchern tauglich, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
καπνιστικός: -ή, -όν, καλὸς πρὸς κάπνισμα, Γαλην. 14. 501, 8.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καπνιστικός, -ή, -όν) καπνίζω
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνιστή ή στο κάπνισμα
αρχ.
κατάλληλος για κάπνισμα τροφίμων.