τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
η (Α κάρωσις) καρώβάρος ή ζάλη του κεφαλιού, λήθαργος, υπνηλία, νάρκωση·