καρποφυώ
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
καρποφυῶ, -έω (Α)
παράγω καρπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φυῶ (< -φυώς < φυή ή φύος, το < φύομαι), πρβλ. ακανθο-φυώ, δενδρο-φυώ].