Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
ἐρυθρόχρως, ὁ, ἡ (Α)αυτός που έχει κόκκινο χρώμα, ο κοκκινόχρωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + χρως «χρώμα»].