ερυθρόχρως

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

ἐρυθρόχρως, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κόκκινο χρώμα, ο κοκκινόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + χρως «χρώμα»].