αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
ἐρυθρόχρως, ὁ, ἡ (Α)αυτός που έχει κόκκινο χρώμα, ο κοκκινόχρωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + χρως «χρώμα»].