ἐρυθρόχρως
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, = ἐρυθρόχροος (redcoloured, red-coloured, redcolored, red-colored), Cratin. 221.
German (Pape)
[Seite 1036] ωτος, dasselbe, τρίγλη Cratin. bei Ath. VII, 325 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθρόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Κρατῖνος ἐν «Τροφωνίῳ» 1.
Greek Monolingual
ἐρυθρόχρως, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κόκκινο χρώμα, ο κοκκινόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + χρως «χρώμα»].