το1. χειροκίνητο αμάξι για μεταφορά πραγμάτων2. το ειδικό αμάξι για τα νήπια και τα βρέφη.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρότσ-ι (όταν η υποκορ. σημ. του τελευταίου έπαψε να γίνεται αντιληπτή) + υποκορ. κατάλ. -άκι (πρβλ. παιδ-άκι, σκυλ-άκι)].