τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger
ἐπιβρυχῶμαι, -άομαι (AM)βρυχώμαι, μουγκρίζω δυνατά.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρυχώμαι «μουγκρίζω»].