επιβρυχώμαι

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source

Greek Monolingual

ἐπιβρυχῶμαι, -άομαι (AM)
βρυχώμαι, μουγκρίζω δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρυχώμαι «μουγκρίζω»].