Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
(-έω) (AM ἐκπορθῶ)
κυριεύω, λεηλατώ, καταστρέφω
αρχ.
1. παίρνω ως λάφυρα
2. φρ. «ὑπ' ἄτης ἐκπεπόρθημαι» — έχω αφανιστεί από τη θεϊκή τιμωρία.