ἰχθυόμορφος
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
German (Pape)
[Seite 1276] fischgestaltig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυόμορφος: -ον, ὁ ἔχων μορφὴν ἰχθύος, Γεώργ. Σύγκελλ. σ. 16Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἰχθυόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή ψαριού.