αξεπέραστος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν μπορεί κάποιος να τον ξεπεράσει, ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος
2. (για δύσκολες καταστάσεις) αυτή που δεν μπορεί κάποιος να ξεπεράσει, να υπερπηδήσει.