κλεπτομάστιξ

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτομάστιξ: ὁ, μάστιξ τῶν κλεπτῶν, ἓν ἐκ τῶν ἐπιθέτων τοῦ Πριάπου, Συλ. Ἐπιγρ. 5960.

Greek Monolingual

κλεπτομάστιξ, -ιγος, ὁ, ἡ (Α)
επιγρ. (επίθ. του Πριάπου) μάστιγα τών κλεφτών, τιμωρός τών κλεφτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + μάστιξ.