κλεπτομάστιξ
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
κλεπτομάστιξ: ὁ, μάστιξ τῶν κλεπτῶν, ἓν ἐκ τῶν ἐπιθέτων τοῦ Πριάπου, Συλ. Ἐπιγρ. 5960.
κλεπτομάστιξ, -ιγος, ὁ, ἡ (Α)
επιγρ. (επίθ. του Πριάπου) μάστιγα τών κλεφτών, τιμωρός τών κλεφτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + μάστιξ.