κλεπτομάστιξ

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτομάστιξ: ὁ, μάστιξ τῶν κλεπτῶν, ἓν ἐκ τῶν ἐπιθέτων τοῦ Πριάπου, Συλ. Ἐπιγρ. 5960.

Greek Monolingual

κλεπτομάστιξ, -ιγος, ὁ, ἡ (Α)
επιγρ. (επίθ. του Πριάπου) μάστιγα τών κλεφτών, τιμωρός τών κλεφτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + μάστιξ.