κέκραγμα

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A scream, cry, Ar.Pax637 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1413] τό, das Geschrei, Ar. Pax 637.

Greek (Liddell-Scott)

κέκραγμα: τό, κραυγή, φωνὴ ὀξεῖα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 637, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
cri.
Étymologie: κέκραγα.

Greek Monolingual

κέκραγμα, τὸ (Α)
κραυγή, οξεία φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ- του κράζω (πρβλ. παρακμ. κέκραγα) + κατάλ. -μα].