κειμηλιοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

German (Pape)

[Seite 1412] ακος, ὁ, = κειμηλιάρχης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κειμηλιοφύλαξ: -ακος, ὁ, φύλαξ τῶν κειμηλίων, ὁ κειμηλιάρχης, μεταγεν.

Greek Monolingual

κειμηλιοφύλαξ, ὁ (Α)
ο κειμηλιάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιο(ν) + -φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. θαλαμο-φύλαξ, θησαυρο-φύλαξ.