Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεντρωμάδα

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

η
1. εμβολιασμός δέντρου, κέντρωμα
2. το μέρος του δένδρου στο οποίο τοποθετείται το κέντρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρωμα + κατάλ. -άδα, πρβλ. ασκημ-άδα, χαραμ-άδα].