θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
κενόφωνος: -ον, ὁ κενὰ φωνάζων, ἀνόητα λέγων, Βυζ.
κενόφωνος, -ον (Μ)
αυτός που λέγει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. γλυκύ-φωνος, μεγαλό-φωνος].