αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon
armado con el rayo
κεραύνοπλος, -ον (Α)οπλισμένος με κεραυνό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. μακρ-αυχέν-οπλος, πάν-οπλος].