κλωθογύρισμα
Greek Monolingual
το κλωθογυρίζώ
1. στριφογύρισμα
2. συστροφή τών νερών ενός ποταμού
3. υπεκφυγή, προσπάθεια αποφυγής
4. περιτριγύρισμα άνδρα ή γυναίκας με ερωτικούς σκοπούς.
το κλωθογυρίζώ
1. στριφογύρισμα
2. συστροφή τών νερών ενός ποταμού
3. υπεκφυγή, προσπάθεια αποφυγής
4. περιτριγύρισμα άνδρα ή γυναίκας με ερωτικούς σκοπούς.