στριφογύρισμα
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
το, Ν στριφογυρίζω
1. στροφή γύρω από κάτι, περιστροφή
2. στον πληθ. τα στριφογυρίσματα
μτφ. προσπάθειες υπεκφυγής.