στριφογύρισμα
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
Greek Monolingual
το, Ν στριφογυρίζω
1. στροφή γύρω από κάτι, περιστροφή
2. στον πληθ. τα στριφογυρίσματα
μτφ. προσπάθειες υπεκφυγής.