κεφαλοκλείδωμα

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

το
(κατά την πάλη) λαβή της κεφαλής του αντιπάλου με την κλείδωση του αγκώνα, με σκοπό την ακινητοποίηση της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -κλείδωμα (< κλειδώνω)].