ανθύπατος

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθύπατος)
Ρωμαίος αξιωματούχος με δικαιοδοσίες υπάτου (για την επαρχία του)
αρχ.
ως επίθ. «ἀνθύπατος ἀρχή, ἐξουσία» — ανθυπατική αρχή.