ανθύπατος

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθύπατος)
Ρωμαίος αξιωματούχος με δικαιοδοσίες υπάτου (για την επαρχία του)
αρχ.
ως επίθ. «ἀνθύπατος ἀρχή, ἐξουσία» — ανθυπατική αρχή.