κρηνῖτις

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A growing near a spring, βοτάναι Hp.Ep. 16.

Greek (Liddell-Scott)

κρηνῖτις: -ιδος, ἡ, φυομένη παρὰ κρήνην, κρηνίτιδες βοτάναι Ἱππ. 1278. 43.

Greek Monolingual

κρηνῑτις, -ιδος, ἡ (Α)
φρ. «κρηνῑτις βοτάνη» — βότανο που φύεται κοντά σε κρήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. συκ-ίτις, φυκ-ίτις)].