κρεατόκονις
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Greek Monolingual
η
το κρεατάλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + κόνις «σκόνη»].
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
η
το κρεατάλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + κόνις «σκόνη»].