κριοκοπώ

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist

Menander, Monostichoi, 406

Greek Monolingual

κριοκοπῶ, -έω (Α)
μάχομαι με πολιορκητικό κριό («τοὺς δὲ λοιποὺς πάντας ἅμα κριοκοπεῑν ἐνεχείρησαν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κοπώ, χρεω-κοπώ].