κρεοβορία
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
Greek Monolingual
κρεοβορία και κρεωβορία, ἡ (AM)
η κρεατοφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεοβόρος
ο τ. κρεωβορία εμφανίζει α' συνθετικό κρεω-, για το οποίο βλ. κρε(ο)-].