κρεοπωλείο
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
Greek Monolingual
το (AM κρεοπωλεῑον, Α και κρεοπώλιον) κρεοπώλης
μέρος όπου πωλείται κρέας, χασάπικο.