θολερότητα
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
η (Α θολερότης) θολερός
η ιδιότητα του θολερού, θολότητα, σκοτεινάδα, σχετική σκιερότητα, ημιδιαφάνεια
νεοελλ.
φρ. α) «θολερότητα του κερατοειδούς» — απώλεια της διαφάνειας μιας περιοχής του κερατοειδούς χιτώνα του οφθαλμού
β) «θολερότητα του πνεύμονα» — η σκιερότητα του πνεύμονα η οποία διακρίνεται στην ακτινογραφία όταν υπάρχει φυματίωση.———————— η θαλερός
ζωηρότητα, ευεξία, ανθηρότητα.