θολερότητα

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source

Greek Monolingual

η (Α θολερότης) θολερός
η ιδιότητα του θολερού, θολότητα, σκοτεινάδα, σχετική σκιερότητα, ημιδιαφάνεια
νεοελλ.
φρ. α) «θολερότητα του κερατοειδούς» — απώλεια της διαφάνειας μιας περιοχής του κερατοειδούς χιτώνα του οφθαλμού
β) «θολερότητα του πνεύμονα» — η σκιερότητα του πνεύμονα η οποία διακρίνεται στην ακτινογραφία όταν υπάρχει φυματίωση.———————— η θαλερός
ζωηρότητα, ευεξία, ανθηρότητα.