κτέρισμα

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308

Greek Monolingual

το (Α κτέρισμα) κτερίζω
συν. στον πληθ. τα κτερίσματα
αντικείμενα αξίας ή αντικείμενα προσφιλή στον νεκρό όταν ζούσε, τα οποία έθαβαν οι αρχαίοι μαζί με αυτόν
αρχ.
εναγίσματα, χοές που προσφέρονταν στον τάφο του νεκρού («εἰ πλουσίων τις τεύξεται κτερισμάτων», Ευρ.).