ὁ,
A adulterer, fornicator, Vett.Val.75.16.
λαθραιόκοιτος, ὁ (Α)μοιχός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθραῖος + -κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. αγλαό-κοιτος, κατά-κοιτος].