λειαντήρας
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
ο (Α λειαντήρ και λεαντήρ, -ῆρος, θηλ. λεάντειρα) λειαίνω
αυτός που κάνει κάτι λείο
νεοελλ.
εργαλείο με το οποίο λειαίνονται επιφάνειες.