Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
ο (Α λειαντήρ και λεαντήρ, -ῆρος, θηλ. λεάντειρα) λειαίνω
αυτός που κάνει κάτι λείο
νεοελλ.
εργαλείο με το οποίο λειαίνονται επιφάνειες.