κρυφοδαγκάνω

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source

Greek Monolingual

και κρυφοδαγκώνω
1. (για σκύλο) δαγκώνω κρυφά και ξαφνικά, χωρίς προειδοποιητικά γαβγίσματα
2. (μτφ., για πρόσ.) βλάπτω κάποιον ύπουλα ή τον θίγω με προσβλητικούς υπαινιγμούς.