τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
Full diacritics: κυριττοί | Medium diacritics: κυριττοί | Low diacritics: κυριττοί | Capitals: ΚΥΡΙΤΤΟΙ |
Transliteration A: kyrittoí | Transliteration B: kyrittoi | Transliteration C: kyrittoi | Beta Code: kurittoi/ |
οἱ,
A players who wear wooden masks, in Italy, Hsch.; cf. κύριθρα.
κυριττοί, οἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κωμικοί ηθοποιοί που φορούσαν ξύλινα προσωπεία.