κρυσταλλίτης

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561

Greek Monolingual

ο
(κρυσταλλ.-ορυκτ.) η στοιχειωδέστερη μορφή ενός «εμβρυϊκού» ορυκτού κρυστάλλου στην οποία είναι δυνατή η αναγνώριση του ορυκτού ως ιδιαίτερου είδους κάτω από το πετρογραφικό μικροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γερμ. krystallit (< κρύσταλλος) + -it].