επιδοκιμάζω
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
Greek Monolingual
εγκρίνω, αποδέχομαι, επικροτώ («επιδοκιμάζω τις απόψεις σου»).
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
εγκρίνω, αποδέχομαι, επικροτώ («επιδοκιμάζω τις απόψεις σου»).