λευκιτίτης

Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
(πετρογρ.) ηφαιστειακό εκρηξιγενές πέτρωμα, το χρώμα του οποίου ποικίλλει από τεφρό ώς σχεδόν μαύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucitite < απηρχαιωμένο γερμ. leucitit < απηρχαιωμένο γερμ. leucite (< σημερ. leuzit) < leuc- (< λευκός) + κατάλ. -ite].