ο
(πετρογρ.) ηφαιστειακό εκρηξιγενές πέτρωμα, το χρώμα του οποίου ποικίλλει από τεφρό ώς σχεδόν μαύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucitite < απηρχαιωμένο γερμ. leucitit < απηρχαιωμένο γερμ. leucite (< σημερ. leuzit) < leuc- (< λευκός) + κατάλ. -ite].