λευκιτίτης

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

ο
(πετρογρ.) ηφαιστειακό εκρηξιγενές πέτρωμα, το χρώμα του οποίου ποικίλλει από τεφρό ώς σχεδόν μαύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucitite < απηρχαιωμένο γερμ. leucitit < απηρχαιωμένο γερμ. leucite (< σημερ. leuzit) < leuc- (< λευκός) + κατάλ. -ite].