λούτσα
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
Greek Monolingual
η
1. μικρή κοιλότητα εδάφους γεμάτη με ακάθαρτα νερά
2. τεχνητή κοιλότητα με καθαρό νερό ὅπου κατά το καλοκαίρι ποτίζονται τα αιγοπρόβατα
3. φρ. «έγινα λούτσα» — βράχηκαν όλα μου τα ρούχα, έγινα μούσκεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. luža. Η σύνδεση με τη μτχ. λούουσα του λούω είναι παρετυμολογική].