στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
[Seite 52] in VLL. Erkl. von λιπερνής.
λῐπόπολις: ὁ, ἡ, ὁ λιπὼν τὴν πόλιν, Ἡσύχ. ἐν λ. λιπερνής.
λιπόπολις, -ιος, ο, η (Α)βλ. λιπόπολις.