Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
και λεονταρήσιος, -α, -ο λιοντάρι1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λιοντάρι2. μτφ. γενναίος σαν λιοντάρι.