ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
και μενεξελής -ιά, -ί (μενεξές]1. αυτός που έχει το χρώμα του μενεξέ, ιώδης, μοβ2. το ουδ. ως ουσ. το μενεξεδίτο χρώμα του μενεξέ, το ιώδες, το μοβ.