Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μενεξεδής

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

και μενεξελής -ιά, -ί (μενεξές]
1. αυτός που έχει το χρώμα του μενεξέ, ιώδης, μοβ
2. το ουδ. ως ουσ. το μενεξεδί
το χρώμα του μενεξέ, το ιώδες, το μοβ.