μεγαλόπτολις
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
German (Pape)
[Seite 107] = μεγαλόπολις; μεγαλοπτόλιες Ἀθᾶναι Pind. P. 7, 1; δῆμος Ep. ad. 497 (App. 214).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόπτολις: ἴδε ἐν λέξ. μεγαλόπολις.
Greek Monolingual
μεγαλόπτολις, ἡ (Α)
βλ. μεγαλόπολη.