αιτωλικός

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰτωλικός, -ή, -όν) Αἰτωλός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αιτωλία ή στους Αιτωλούς.