ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
-ή, -ό (Α αἰτωλικός, -ή, -όν) Αἰτωλόςαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αιτωλία ή στους Αιτωλούς.