αιτωλικός

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰτωλικός, -ή, -όν) Αἰτωλός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αιτωλία ή στους Αιτωλούς.