αιτωλικός

From LSJ

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰτωλικός, -ή, -όν) Αἰτωλός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αιτωλία ή στους Αιτωλούς.