Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
ἄκερως (-ω), -ων (Α)ο άκερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κέρως < γεν. κέρα(σ)ος της λ. κέρας.